- σαράι
- σαράι, το και σεράγι, το(λ. τουρκ.), παλάτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαράι — και σαράγι και σεράι και σεράγι, το, Ν 1. (στον ισλαμικό κόσμο) πύργος, ανάκτορο 2. (ειδικά) το ανάκτορο τού σουλτάνου τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή και άλλων υψηλών αξιωματούχων της 3. μτφ. μεγάλο και πολυτελές οίκημα 4. φρ. «Η απαγωγή από το… … Dictionary of Greek
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Mount Athos — Ἅγιον Ὄρος Agion Oros (Αυτόνομη Μοναστικὴ Πολιτεία Ἁγίου Ὄρους) Aftonomi Monastiki Politia Agiou Orous location of Mount Athos in Greece … Wikipedia
Republique monastique du Mont Athos — République monastique du Mont Athos Άγιο Όρος Mont Athos … Wikipédia en Français
République monastique du Mont Athos — Άγιο Όρος Ayíou Órous Mont Athos … Wikipédia en Français
République monastique du mont athos — Άγιο Όρος Mont Athos … Wikipédia en Français
σαράγι — το, Ν βλ. σαράι … Dictionary of Greek
σεράγι — και σεράι, το, Ν βλ. σαράι … Dictionary of Greek
Ακ-Σαραγί — (14ος αι.). Τούρκος ιεροδιδάσκαλος (ουλεμάς) που έζησε την εποχή του Μουράτ Α’. Το όνομά του ήταν Σεΐχ Δζεμαλεντίν Μεχμέτ, τον αποκαλούσαν όμως Α.Σ. από το όνομα της πόλης της καταγωγής του Ακ Σαράι (το Ικόνιο στα τουρκικά). Στον τρόπο… … Dictionary of Greek